Χαρία — Χαρίᾱ , Χαρίης masc nom/voc/acc dual (doric) Χαρίᾱ , Χαρίης masc voc sg (attic doric) Χαρίᾱ , Χαρίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρίας — Χαρίᾱς , Χαρίης masc acc pl (doric) Χαρίᾱς , Χαρίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αραπάκης, Πέτρος — (Χαριά Μάνης 1879 – Ατλαντικός 1911). Θαλασσοπόρος, εγγονός του αγωνιστή του 1821 Ηλία Αραπάκη. Πήρε μέρος σε πολλές ριψοκίνδυνες θαλασσοπορίες. Τον Μάιο του 1910, μαζί με τον Άγγλο Τζον Μπλέιθ, απέπλευσε από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας με το… … Dictionary of Greek
Χαρίαν — Χαρίᾱν , Χαρίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Charia — Χαριά Location … Wikipedia
χάρμη — ἡ, Α 1. σφοδρή επιθυμία, ορμή για μάχη 2. μάχη, αγώνας («ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ», Ομ. Ιλ.) 3. επιτυχία, ευτυχία 4. επιδορατίδα 5. στον πληθ. αἱ χάρμαι οι χαρές τής μάχης, οι νίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού ρ. χαίρω* + κατάλ. μη (πρβλ. γνώ μη, φή … Dictionary of Greek
χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες … Dictionary of Greek
ψυχάρια — ψῡχάρια , ψυχάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
gher-3, ghrē- : ghrō- : ghrǝ- — gher 3, ghrē : ghrō : ghrǝ English meaning: to come out, stick out Deutsche Übersetzung: “hervorstechen”, von Pflanzentrieben or stacheln, Borsten, von Erderhebungen, Kanten etc. Note: (probably identical with ghrē : ghrō : ghrǝ… … Proto-Indo-European etymological dictionary